Πολλοί από εμάς όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με διάφορες κοινωνικές καταστάσεις νιώθουμε αμηχανία, άβολα ή άγχος. Όταν συναντάμε άτομα για πρώτη φορά ή άτομα σημαντικά για εμάς, όταν πρόκειται να μιλήσουμε σε ένα κοινό ή ακόμα και σε μία παρέα, όταν καλούμαστε να πούμε την γνώμη μας ή να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας, όταν επικοινωνούμε με άτομα του αντίθετου φύλου, μπορεί οι παλμοί μας να ανεβαίνουν, να αρχίζει να χτυπά πιο γρήγορα η καρδιά μας, να κοκκινίζουμε, να σκεφτόμαστε ότι η φωνή μας δεν θα είναι σταθερή και ότι μπορεί να μη γίνουμε αρεστοί.
Ο βαθμός που τα παραπάνω μας εμποδίζουν τελικά στις κοινωνικές μας συναναστροφές διαφέρει για τον καθένα από εμάς ή μπορεί να διαφέρει και για το ίδιο το άτομα ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Έτσι, κάποιος μπορεί να έχει πολύ άγχος όταν βρίσκεται σε μία παρέα με άτομα που τα συναντά για πρώτη φορά, και να παραμένει σιωπηλός, αλλά να βιώνει λιγότερο άγχος όταν μιλάει τετ-α-τετ με κάποιον άγνωστο.
Ο βαθμός επομένως που το άγχος μας εμποδίζει ή όχι στις κοινωνικές μας συναναστροφές είναι αυτός που καθορίζει τελικά και το αν αυτό αποτελεί πρόβλημα για εμάς ή όχι.
Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν το κοινωνικό άγχος μάς στερεί τη δυνατότητα να συναναστραφούμε με τους άλλους και να πάρουμε ικανοποίηση και ευχαρίστηση από τις συναναστροφές μας, τότε επιδρά αρνητικά στην ποιότητα ζωής μας και είναι δυσλειτουργικό για εμάς.
Αντίθετα, όταν το άγχος που εμφανίζεται σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις μάς προκαλεί δυσφορία μόνο στην αρχή και στην συνέχεια υποχωρεί, τότε η επίδραση του δεν είναι τόσο καθοριστική στην κοινωνική μας παρουσία.
Επίσης, μία σημαντική διαφορά του δυσλειτουργικού άγχους από το μη δυσλειτουργικό είναι ότι το πρώτο έχει σαν αποτέλεσμα σταδιακά να εγκαταλείπουμε και να αποφεύγουμε τις κοινωνικές συναλλαγές, ενώ το δεύτερο, αν και ξέρουμε ότι θα εμφανιστεί, δεν περιορίζει τις κοινωνικές μας επαφές γιατί μπορούμε να το αγνοήσουμε.
Ο βαθμός που τα παραπάνω μας εμποδίζουν τελικά στις κοινωνικές μας συναναστροφές διαφέρει για τον καθένα από εμάς ή μπορεί να διαφέρει και για το ίδιο το άτομα ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Έτσι, κάποιος μπορεί να έχει πολύ άγχος όταν βρίσκεται σε μία παρέα με άτομα που τα συναντά για πρώτη φορά, και να παραμένει σιωπηλός, αλλά να βιώνει λιγότερο άγχος όταν μιλάει τετ-α-τετ με κάποιον άγνωστο.
Ο βαθμός επομένως που το άγχος μας εμποδίζει ή όχι στις κοινωνικές μας συναναστροφές είναι αυτός που καθορίζει τελικά και το αν αυτό αποτελεί πρόβλημα για εμάς ή όχι.
Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν το κοινωνικό άγχος μάς στερεί τη δυνατότητα να συναναστραφούμε με τους άλλους και να πάρουμε ικανοποίηση και ευχαρίστηση από τις συναναστροφές μας, τότε επιδρά αρνητικά στην ποιότητα ζωής μας και είναι δυσλειτουργικό για εμάς.
Αντίθετα, όταν το άγχος που εμφανίζεται σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις μάς προκαλεί δυσφορία μόνο στην αρχή και στην συνέχεια υποχωρεί, τότε η επίδραση του δεν είναι τόσο καθοριστική στην κοινωνική μας παρουσία.
Επίσης, μία σημαντική διαφορά του δυσλειτουργικού άγχους από το μη δυσλειτουργικό είναι ότι το πρώτο έχει σαν αποτέλεσμα σταδιακά να εγκαταλείπουμε και να αποφεύγουμε τις κοινωνικές συναλλαγές, ενώ το δεύτερο, αν και ξέρουμε ότι θα εμφανιστεί, δεν περιορίζει τις κοινωνικές μας επαφές γιατί μπορούμε να το αγνοήσουμε.
Παντα ενφιαφερουσες οι αναρτησεις σου.Σιγουρα το αγχος σκοτωνει και χαλαει την ψυχικη υγεια και χρειαζεται προσοχη και δυναμη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλο απογευμα φιλε.